ῥάβδος

ῥάβδος
ῥάβδος, ου, ἡ (Hom.+; ins; PSI 168, 16; PTebt 44, 20; LXX; TestSol 10:4 [personifed]; Test12Patr; JosAs 14:8 [oft. cod. A]; ApcEsdr 1:4 p. 24, 10 Tdf.; Philo; Jos., Bell. 2, 365f, Ant. 5, 284; Just.; Mel., P. 13, 85; Ath.) a relatively slender piece of wood varying in length, rod, staff, stick gener. Rv 11:1; many times in Hs 8. Of the test involving rods (Num 17) 1 Cl 43:2–5; Hb 9:4 (Num 17:23); GJs 9:1. Of a shepherd’s staff (Mi 7:14) Hv 5:1; Hs 6, 2, 5; GJs 18:3 v.l. In imagery ποιμαίνειν τινὰ ἐν ῥ. σιδηρᾷ (ποιμαίνω 2aγ and cp. PGM 36, 109) Rv 2:27; 12:5; 19:15. Of a traveler’s staff (lit. s.v. ὑπόδημα) Mt 10:10; Mk 6:8; Lk 9:3. Of a ruler’s staff, scepter (Pind., O. 9, 33 [50]; LXX) Hb 1:8 (Ps 44:7). Of a ‘magic’ wand (Lucian, Dial. Deor. 7, 4, Dial. Mort. 23, 3; Ps.-Callisth. 1, 1, 3) Hv 3, 2, 4; Hs 9, 6, 3 (Leutzsch, Hermas 409f n. 279). Of a stick as a means of punishment (Pla., Leg. 3, 700c; Plut., Mor. 268d; 693f; Ex 21:20; Is 10:24) ἐν ῥάβδῳ ἔρχεσθαι (opp. ἐν ἀγάπῃ) come with a stick 1 Cor 4:21 (s. ἐν 5aβ). ῥάβδοι πυρός fiery rods APt 19:33. Of an old man’s staff Hb 11:21 (Gen 47:31).—DELG. M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ῥάβδος — rod fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… …   Dictionary of Greek

  • ράβδος — η 1. ραβδί, μπαστούνι· «ποιμαντορική ράβδος», η πατερίτσα του επισκόπου· «στραταρχική ράβδος», μικρό ραβδί με στολίδια, διακριτικό του αξιώματος του στρατάρχη· «αστυνομική ράβδος», το κλομπ των αστυνομικών. 2. κάθε αντικείμενο που μοιάζει με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥάβδω — ῥάβδος rod fem nom/voc/acc dual ῥάβδος rod fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάβδοι — ῥάβδος rod fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάβδοις — ῥάβδος rod fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάβδοισι — ῥάβδος rod fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάβδοισιν — ῥάβδος rod fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάβδον — ῥάβδος rod fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάβδου — ῥάβδος rod fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάβδους — ῥάβδος rod fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”